Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2014

Γιατί δεν πρέπει ν’ αφήνουμε το μωρό μας να κλαίει; Ιδού 5 σημαντικοί λόγοι

Good news: Συμφωνία ΔΕΠΑ - Gazprom για μείωση 15% στην τιμή του φυσικού αερίου

ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Φωτογραφία: ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια φορά και ένα καιρό ήταν μια κοπέλα, η Μαριέττα παντρεμένη με έναν σκληρόκαρδο άνθρωπο.
Σκληρόκαρδος γιατί την παίδευε, την απατούσε, την χτυπούσε, την έβριζε και την ράγιζε την καρδιά κάθε μέρα. Μια παγωμάρα συνόδευε το σπιτικό τους. Μια θλίψη και μια σκληρότητα υπήρχε στην ατμόσφαιρα συνεχώς.
Η Μαριέττα δεν πίστευε στα μάτια της πως θα ζούσε μια τέτοια ζωή από την στιγμή που παντρεύτηκε. Το μυαλό της άρχισε να θολώνει και να σβήνει κάθε ελπίδα.

Καθόταν μόνη της και μονολογούσε, 
- Πόσο θα ήθελα να είχα μια ήρεμη ζωή, να μην έχω όλα αυτά τα προβλήματα.
Αλήθεια, πόσο θα ήθελα...

Ώσπου ο άνθρωπος αυτός έφυγε από την ζωή της και έτσι γνώρισε κάποιον άλλον, τον Πολύτιμο, που την έβγαλε από όλη αύτη την άσχημη κατάσταση.
Την τράβηξε έξω, της έδειξε αγάπη, σεβασμό, της έδωσε γαλήνη, την άλλαξε και την ηρέμησε.
Τον αγάπησε τόσο πολύ που ήταν σαν μια λαμπάδα αναμμένη για εκείνον.
Ο Πολύτιμος ήταν τώρα το νόημα της ζωής της, με μια ζεστή και τρυφερή αγκαλιά που πάντα ονειρεύονταν.
Παρατηρούσε τον κόσμο με ένα γλυκό χαμόγελο στα χείλη της, που άλλαζε τα πάντα γύρω της.

Αυτή την φορά δεν μονολογούσε από λύπη αλλά από χαρά,
- Μακάρι να έχουν όλοι οι άνθρωποι την δική μου ευτυχία και την γαλήνη.
Πόσο μαγευτικά θα ήταν αν όλοι είχαν την αγάπη που έχω εγώ.
Αλήθεια, πόσο θα ήθελα...

Η Μαριέττα ζούσε πλέων μέσα σε μια πλήρη αρμονία, όπως ανθίζουν τα λουλούδια την άνοιξη, όπως και μια ανατολή στο ξημέρωμα μιας νέας μέρας.

Η δύση όμως δεν άργησε να έρθει και οι δοκιμασίες της, δεν την άφησαν να ζήσει την ευτυχία της.

- ΣΟΥ ΄ΧΑ ΠΕΙ ΜΗΝ Μ΄ ΑΦΗΣΕΙΣ
και μου ΄πες ποτέ...

Λίγο πριν παντρευτούν, ο Πολύτιμος αρρώστησε και έφυγε από την ζωή. Και μαζί με αυτόν και η Μαριέττα μέσα της. Η καρδιά της ράγισε τόσο που αρρώστησε και εκείνη μένοντας οκτώ μήνες στο κρεβάτι.
Αργοπέθαινε με μια νεύρωση που την έκανε να χάσει 30 κιλά από το σώμα της.
Της ήταν πολύ δύσκολο να συνεχίσει να ζει, αλλά η επιθυμία του Πολύτιμου ήταν να μην μείνει μόνη της αν παθαίνε κάτι αυτός.

Και έτσι έγινε. Μέσα στο μεγάλο χαμό γνώρισε έναν άλλο άνθρωπο τον Βαλάντιο. 
Έναν άνθρωπο που όχι μόνο την αγαπούσε αλλά την λάτρευε. 
Η Μαριέττα παρόλο που τον νοιαζόταν είχε αδειάσει μέσα της, τον αγαπούσε αλλά όχι όπως του άρμοζε.

Πάλι καθόταν και μονολογούσε αυτή τη φορά με μια παράξενη θλίψη που θόλωνε τα μάτια της.
- Ποσό θα ήθελα να του δώσω την αγάπη που του πρέπει. 
Αλήθεια, πόσο θα ήθελα...

Δυστυχώς μέχρι σήμερα η Μαριέττα δεν μπορεί να δώσει στον Βαλάντιο την αγάπη που είχε δώσει στον Πολύτιμο. Νιώθει σαν ένα πληγωμένο σπουργίτι, διστακτική και φοβισμένη από τις δοκιμασίες της ζωή της. 
Ίσως είναι θέμα χρόνου να γεμίσει πάλι μέσα της, να έρθει πάλι η Άνοιξη και να δει ξεκάθαρα την αγάπη που της δίνει ο Βαλάντιος.

Μια μέρα ξυπνάμε και δεν είναι όλα ίδια κάτι έχει αλλάξει, γι αυτό, 
...ΖΗΣΕ ΟΣΟ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΜΠΟΡΕΙΣ ΤΗΝ ΣΤΙΓΜΗ...

Η ιστορία είναι αληθινή από μια καλή φίλη, τα ονόματα αλλάζουν...

ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ,

Φωτογραφία: ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Αληθινή ή μη, η παρακάτω ιστορία είναι ενδεικτική της αστείρευτης και ανιδιοτελούς μητρικής αγάπης...

Η μητέρα του είχε μόνο ένα μάτι. Ντρεπόταν γι αυτήν κι ώρες- ώρες την μισούσε. Δούλευε ως μαγείρισσα στη φοιτητική λέσχη. Μαγείρευε για τους φοιτητές και τους  καθηγητές για να βγάζει τα έξοδά τους. 
Δεν ήθελε να του μιλάει, για να μην μαθαίνουν ότι είναι παιδί μιας μητέρας με ένα μάτι, μονόφθαλμης.

Οι φοιτήτριες έφευγαν γρήγορα, όποτε την έβλεπαν να βγαίνει για λίγο από την κουζίνα κι έλεγαν πως δεν άντεχαν το θέαμα και πως τους προκαλούσε μια ανυπόφορη ανατριχίλα.

Μα, από μικρός είχε πρόβλημα με την εικόνα της μητέρας του! Μια μέρα όταν ακόμη πήγαινε στο Δημοτικό, πέρασε αυτή στο διάλειμμα να του πει ένα «γεια» και ένιωσε πολύ ταπεινωμένος! Πως μπόρεσε να του το κάνει αυτό, αναρωτιόταν. Την αγνόησε. Της έριξε μόνο ένα βλέμμα όλο μίσος κι έτρεξε μακριά! 

Την επόμενη μέρα ένας από τους συμμαθητές του φώναξε: «Εεεεε, η μητέρα σου έχει μόνο ένα μάτι!» Ήθελε να πεθάνει!  Ήθελε να εξαφανιστεί!  Και όταν γύρισε σπίτι του, της είπε: Αν  είναι όλοι να γελάνε μαζί μου εξαιτίας σου, τότε καλύτερα να πεθάνεις! 
Αυτή δεν του απάντησε.

«Δεν μ' ένοιαζε τι είπα ή τι αισθάνθηκε, γιατί ήμουν πολύ νευριασμένος», έλεγε πολλά χρόνια μετά σ' ένα φίλο του. «Ήθελα να φύγω από κείνο το σπίτι και να μην έχω καμία σχέση μαζί της. Διάβασα πάρα πολύ σκληρά με σκοπό να φύγω μια μέρα μακριά της για σπουδές. Και τα κατάφερα. Μα λίγο μετά ήρθε κι έπιασε αυτή τη δουλειά στη φοιτητική λέσχη».

Αργότερα παντρεύτηκε! Αγόρασε δικό του σπίτι. Έκανε δύο παιδιά κι ήταν ευχαριστημένος με τη ζωή του, τα παιδιά του, τη γυναίκα του και τη δουλειά του. Και για τη μάνα του, τσιμουδιά σε κανέναν!  Μια μέρα - μετά από χρόνια απουσίας, όπως ο ίδιος ήθελε - η μητέρα του πήγε να τον επισκεφτεί. Δεν είχε δει από κοντά τα εγγόνια της. 
Και μόλις εμφανίστηκε στη πόρτα, τα παιδιά του άρχισαν να γελάνε. Έξαλλος αυτός επειδή είχε πάει χωρίς να του το ζητήσει και χωρίς να τον προειδοποιήσει, της  φώναξε:
 Πώς τολμάς να έρχεσαι ξαφνικά εδώ στο σπίτι μου και να τρομάζεις τα παιδιά μου; Βγές έξω! Φύγε!. 
Η μητέρα του απάντησε γαλήνια: Αχ, πόσο λυπάμαι,  κύριε... Μάλλον μου δώσανε λάθος διεύθυνση!
Κι εξαφανίστηκε, χωρίς να καταλάβουν τα μικρά, πως ήταν η γιαγιά τους.

Πέρασαν χρόνια και μια μέρα έλαβε μια επιστολή - πρόσκληση για τη σχολική συγκέντρωση της τάξης του από το Δημοτικό σχολείο που θα γινόταν στην πόλη που γεννήθηκε! Είπε ψέματα στη γυναίκα του, ότι θα έκανε ένα επαγγελματικό ταξίδι και πήγε. 
Όταν τελείωσε η συγκέντρωση των συμμαθητών, πήγε στο σπίτι που μεγάλωσε, μόνο και μόνο από περιέργεια. 
Οι γείτονες του είπαν ότι η μητέρα του είχε πολύ πρόσφατα πεθάνει. Δεν έβγαλε ούτε ένα δάκρυ στο άκουσμα του θανάτου της μάνας του. Του έδωσαν ένα γράμμα που είχε αφήσει γι αυτόν.

Έγραφε:  Αγαπημένε μου γιε, σε σκέφτομαι συνέχεια. Λυπάμαι που ήρθα σπίτι σου και φόβισα τα παιδιά σου... Έμαθα ότι έρχεσαι για τη σχολική συγκέντρωση κι  ένιωσα πολύ χαρούμενη. Αλλά φοβάμαι ότι μπορεί να μην είμαι σε θέση να σηκωθώ από το κρεβάτι για να έρθω να σε δω, έστω κι απ' την πόρτα. Έγραψα αυτό το γράμμα να στο δώσουν αν δεν με προφτάσεις. Στεναχωριέμαι που σε έφερνα σε δύσκολη θέση και ντρεπόσουν για μένα τη μονόφθαλμη. 
Αλλά, βλέπεις, όταν ήσουν πολύ μικρός, είχες ένα πολύ σοβαρό ατύχημα κι έχασες το μάτι σου. Δεν μπορούσα να σκεφθώ ότι θα μεγαλώσεις και θα ζήσεις με ένα μάτι. Έτσι, σου έδωσα το δικό μου. Ήμουν τόσο περήφανη που ο γιος μου θα έβλεπε τον κόσμο με τη δική μου βοήθεια, με το δικό μου μάτι, αψεγάδιαστος...

 Έχεις πάντα όλη την Αγάπη μου!
 Η μητέρα σου.

ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ,

Φωτογραφία: ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Ο Θεός δεν θα μας ρωτήσει τι μάρκα αυτοκίνητο οδηγούμε. Θα μας ρωτήσει πόσους ανθρώπους μεταφέραμε με το αυτοκίνητό μας, όταν δεν είχαν μέσο συγκοινωνίας να μετακινηθούν.

Ο Θεός δεν θα μας ρωτήσει πόσα τετραγωνικά είναι το σπίτι μας. Θα μας ρωτήσει πόσους ανθρώπους φιλοξενήσαμε σ' αυτό.

Ο Θεός δεν θα μας ρωτήσει για τα επώνυμα και ακριβά ρούχα που έχουμε στις ντουλάπες μας. Θα μας ρωτήσει πόσους φτωχούς ντύσαμε.

Ο Θεός δεν θα μας ρωτήσει πόσο μεγάλο μισθό παίρνουμε. Θα μας ρωτήσει εάν συμβιβάσαμε τον χαρακτήρα μας για να τον αποκτήσουμε.

Ο Θεός δεν θα μας ρωτήσει τον τίτλο ή τα αξιώματα της εργασίας μας. Θα μας ρωτήσει εάν εκτελέσαμε την εργασία μας με ήθος και με προσοχή.

Ο Θεός δεν θα μας ρωτήσει πόσους φίλους έχουμε. Θα μας ρωτήσει με πόσους ανθρώπους είμαστε φίλοι.

Ο Θεός δεν θα μας ρωτήσει σε ποια γειτονιά μένουμε. Θα μας ρωτήσει πώς φερθήκαμε στους γείτονές μας.

Ο Θεός δεν θα μας ρωτήσει για το χρώμα του δέρματος μας. Θα μας ρωτήσει για το περιεχόμενο της καρδιάς μας.

Ο Θεός δεν θα μας ρωτήσει σε πόσα μέρη του κόσμου ταξιδεύσαμε και διασκεδάσαμε. Θα μας ρωτήσει εάν επισκεφτήκαμε φτωχικές συνοικίες και αν προσφερθήκαμε να βοηθήσουμε.

Ο Θεός δεν θα μας ρωτήσει αν είμαστε επώνυμοι και ισχυροί. Θα μας ρωτήσει αν είμαστε ταπεινοί και εάν συγχωρούμε τον πλησίον...

ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ,

Φωτογραφία: ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Πώς ν' αντέξω;

Πες μου πώς... Άνθρωπος είμαι. Με πιάνει το παράπονο...

Αλλιώς τα περίμενα τα πράγματα και αλλιώς γίνονται".

Είναι πολύ δύσκολο.

Ένας άγιος άνθρωπος μου είπε ότι όσο μεγαλύτερες γίνονται οι δυσκολίες τόσο πιο πολύ μάς προσέχει ο Θεός.
Τόσο μεγαλώνουν οι ευεργεσίες του.

Γι' αυτό, χαμογέλα, Χαρμολύπη η ζωή μας...

Κάνε τον πόνο σου δάκρυ προσευχής. Και θα δεις... Θα δεις που όλα θα πάνε καλά, δεν είναι δυνατόν να μην πάνε καλά!

Ξέρει ο Θεός τι κάνει. Μας δίνει σταυρό προσωπικό.

Μέχρι εκεί που αντέχουμε.

Μέχρι εκεί. Όχι παραπάνω...

Και μην ξεχνάς πως δεν είσαι μόνος. Είμαστε όλοι μαζί. Μαζί πονάμε, μαζί κλαίμε, μαζί σφουγγίζουμε τα δάκρυα. Μαζί χαμογελάμε! Μια προσευχή βγαίνει απ' όλους μας μαζί και τρέχει προς το Θεό!

Ανεβαίνει με ελπίδα και φόρα στο θρόνο του!

Υπομονή και μην τα παρατάς!
Σύντομα θα γυρίσει η σελίδα. Σύντομα όλα θ' αλλάξουν.

ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ,

Φωτογραφία: ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Είναι κάτι όνειρα, που έρχονται σα φαντάσματα στο φως της μέρας και σε κυκλώνουν.
Σα πουλιά κτυπούν με τα φτερά τους την αχόρταγη ψυχή σου και σκοτεινιάζουν οτιδήποτε γύρω σου.
Θολώνουν τον νου, κάνουν την καρδιά να κτυπά, ζητούν να τα ακολουθήσεις.
Κι εσύ νομίζοντας πως είναι όνειρα στο χρώμα του δειλινού, τρέχεις ξοπίσω τους.

Είναι εκείνος ο καιρός, όπου όλα είναι συγκεχυμένα, το Πριν, το Μετά, το Τώρα.
Όλα αυτά ένα. Το χρώμα της νύχτας μόνιμα μέσα σου. Δίχως άστρα και το φεγγάρι στην χάση του.
Κάθεσαι στο παράθυρο και δε ξεχωρίζεις την λιακάδα από την βροχή. Όλα μυρίζουν το ίδιο άσχημα, και τίποτα δεν έχει κάποιο σκοπό.

Τίποτα.
Μόνο το όνειρο που έχει διαλέξει να σε πάρει μαζί του. Αυτό που θα σε κάνει να κυνηγάς μάγισσες. Να αρπάζεσαι από την Ουτοπία. Να τοποθετείς μπροστά σου ένα ψεύτικο πίνακα και να προσπαθείς να περπατήσεις στην επιφάνεια του.
Να γλυστράς και να σε ηδονίζει. Για να το κυνηγήσεις πιο επίμονα. Και το χειρότερο, πιστεύεις πως αυτό είναι Ζωή.
Ο εγωισμός σου φουντώνει. Τόσο που τίποτα άλλο δε σου αποσπά την προσοχή. Τίποτα αληθινό.

Είναι κάτι εφιάλτες που έρχονται μεταμφιεσμένοι σε όνειρα και σε τυλίγουν.
Ούτε που τα υποψιάζεσαι. Ακολουθείς με ένα χαμόγελο να.. κι ας είναι η σκοτεινιά στο βάθος.

Κι είναι κάτι όνειρα άλλα, από εκείνα που δε σου ζητούν βίαια να τα αρπάξεις, αλλά σα σβολαράκι πλάθονται στα χέρια σου. Ζεσταίνονται απαλά στην χούφτα σου. Και παίρνουν σιγά σιγά χρώμα και υφή. Πολύ σιγά. Πνοή από την πνοή σου.
Σε αφήνουν να χαλαρώσεις, να τα εμπιστευτείς.
Σε τυλίγουν ευωδιαστά. Και χτίζουν στην ψυχή σου ένα λούνα παρκ, μια παιδική χαρά να κανακέψει το παιδί μέσα σου.

Να προσέχεις... τα όνειρα σου...

ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Φωτογραφία: ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Δύο άντρες πολύ σοβαρά άρρωστοι, ήταν ίδιο δωμάτιο ενός νοσοκομείου. Στον έναν επιτρέπονταν να μένει καθιστός μία ώρα το απόγευμα γιατί τον βοηθούσε να φύγουν τα υγρά από τους πνεύμονες.

Το κρεβάτι που βρισκότανε ακριβώς δίπλα στο παράθυρο του δωματίου. Ο άλλος άντρας έπρεπε να βρίσκεται συνέχεια ξαπλωμένος σε ακινησία και ένας μεσότοιχος που βρισκόταν μεταξύ των κρεβατιών δεν του επέτρεπε να κοιτάει έξω από το παράθυρο.

Οι άντρες κατέληξαν να μιλάνε ατελείωτα. Μιλούσαν για τις συζύγους τους, τις οικογένειες τους, τα σπίτια τους ,τις δουλειές τους, την θητεία τους στον στρατό, ακόμα και για το που είχαν πάει διακοπές. Κάθε απόγευμα ο άντρας που του επιτρεπόταν να μένει καθιστός περιέγραφε στον συγκάτοικο του όλα όσα έβλεπε από το παράθυρο του δωματίου.

Ο άντρας που βρισκόταν σε αναγκαστική ακινησία άρχιζε να καταλαβαίνει πως ζει για αυτές τις μοναδικές απογευματινές ώρες, που η άποψη του μεγάλωνε και ζωντάνευε από όλη την δραστηριότητα και τα χρώματα του έξω κόσμου.

Το παράθυρο έβλεπε σε ένα πάρκο με μια θαυμάσια λίμνη. Πάπιες και κύκνοι κολυμπούσαν εκεί, και τα παιδιά έπαιζαν με μικρά μοντέλα σκαφών στο νερό. Νεαρά ζευγάρια περπατούσαν πιασμένα χέρι χέρι μέσα στα υπέροχα λουλούδια που είχαν τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Τεράστια παλιά δέντρα στέκονταν με χάρη επάνω στο έδαφος και μια υπέροχη θέα του ουρανοξύστη της πόλης φαινόταν από μακριά.

Καθώς ο άντρας δίπλα στο παράθυρο εξηγούσε όλες αυτές τις όμορφες λεπτομέρειες, ο άντρας στο διπλανό κρεβάτι φαντάζονταν όλα αυτά που άκουγε. Ένα απόγευμα ο άντρας που ήταν δίπλα στο παράθυρο, περίγραφε μια παρέλαση που περνούσε. Παρόλο που ο άντρας στο δίπλα κρεβάτι δεν μπορούσε να ακούσει τον ήχο της μπάντας, μπορούσε και μόνο με τα μάτια του μυαλού του να δει τους κλόουν που χόρευαν, τα πολύχρωμα άρματα και τα όμορφα διακοσμημένα αυτοκίνητα και άλογα.

Οι μέρες πέρασαν. Ο άντρας που δεν μπορούσε να δει από το παράθυρο άρχισε να επιτρέπει σπόρους έχθρας να αναπτύσσονται μέσα του. Όσο και να εκτιμούσε τις περιγραφές του συγκατοίκου του, εύχονταν μέσα το να ήταν αυτός ο οποίος θα μπορούσε να δει την θέα από το παράθυρο. Άρχισε να αποστρέφεται στον συγκάτοικο του και στο τέλος ο πόθος του να είναι δίπλα στο παράθυρο τον έφερε σε απόγνωση.

Ένα πρωινό σε μια επίσκεψη της νοσοκόμας στο δωμάτιο βρήκε τον άντρα δίπλα στο παράθυρο νεκρό. Είχε πεθάνει ειρηνικά μέσα στον ύπνο του. Λυπημένα κάλεσε τους νοσοκόμους και απομάκρυνε το πτώμα του.

Μετά από ένα χρονικό διάστημα για να μην θεωρηθεί και απρέπεια ο άντρας ζήτησε να μετακινηθεί στο κρεβάτι που βρίσκονταν δίπλα στο παράθυρο. Εκείνη με πολύ προθυμία τον μετακίνησε και φρόντισε να είναι άνετος. Σιγά-σιγά στηρίχθηκε με πόνο στον αγκώνα του να σηκωθεί να ρίξει μια ματιά στον έξω κόσμο. Επιτέλους θα μπορούσε να δει τον έξω κόσμο και όλες τις δραστηριότητες του.

Αυτό που είδε ήταν ένας κενός τοίχος!

Κάλεσε την νοσοκόμα και την ρώτησε: Πώς μπορούσε ο συγκάτοικος μου να βλέπει όλα αυτά που μου περίγραψε; Πώς μπορούσε να μου μιλάει για τόσο ομορφιά και με τόσες λεπτομέρειες, όταν αυτό που φαίνεται από αυτό εδώ το παράθυρο είναι ένας παλιός και βρώμικος τοίχος;

Και η νοσοκόμα του απάντησε: "Ω Θεέ μου... Δεν το ξέρατε πως ο πρώην συγκάτοικος σας ήταν τυφλός; Δεν μπορούσε να δει καν τον τοίχο, ίσως ήθελε να σας ενθαρρύνει."

Εάν ζείτε μια ζωή βασανίζοντας τον εαυτό σας για το τι έχουν οι άλλοι, πιθανότατα να χάσετε την χαρά του να γίνετε αποδέκτες αυτών που οι άλλοι θέλουν να σας δώσουν.

ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Σ' ένα απόμακρο ορεινό χωριό, πέθανε ο αρχηγός του χωριού και η αρχηγία πέρασε στο γιο του. Ως τότε, οι άνθρωποι είχαν ζήσει πολλά χρόνια κάτω από τον έλεγχο 

μιας πελώριας σκιάς πάνω από το χωριό. Όποτε επιχειρούσε κάποιος να ελευθερωθεί, αυτή η μεγάλη σκιά εμφανιζόταν με βροντερή φωνή που αντηχούσε σ' όλο το 

βουνό. Οι χωρικοί πάντοτε υποχωρούσαν στη θέα αυτής της σκοτεινής εικόνας.

Ο νεαρός, που ήταν τώρα αρχηγός, συνειητοποίησε ότι είχε έρθει η ώρα να αντιμετωπίσει αυτό το τέρας. Βγήκε έξω με μια ομάδα χωρικών και, μόλις εμφανίστηκαν 

στην άκρη του χωριού, παρουσιάστηκε η τεράστια σκιά. Αυτοί οπισθοχώρησαν τρομαγμένοι.

Ο νεαρός παρατήρησε πως η σκιά έγινε μεγαλύτερη και η φωνή δυνατότερη καθώς υποχωρούσαν. Σταμάτησε και τότε έκανε ένα γενναίο βήμα προς το μέρος της σκιάς.

Φάνηκε να γίνεται ελαφρά μικρότερη. Έκανε ακόμα ένα βήμα, και η άποψή του επιβεβαιώθηκε: η σκιά έγινε μικρότερη και η φωνή λιγότερο ισχυρή.

Συνέχισε να κινείται προς αυτή, μέχρι που στα πόδια του βρισκόταν η πηγή της σκιάς. Σήκωσε αυτό το μικρό εφήμερο αντικείμενο στο χέρι του και ρώτησε:
-«Ποιός είσαι;»
-«Ο Φόβος», ήταν η αδύναμη, ανίσχυρη απάντηση.
Ο νέος έκλεισε το χέρι του κι ο Φόβος εξαφανίστηκε ολότελα...

Γι αυτό δες τον φόβο σου κατάματα και τότε θα τον νικήσεις.