Ας δώσουμε ό,τι οφείλουμε στον Έρωτα.
Αφού τις μέρες θυσιάζουμε στον Άρη,
από της νύχτας τ’ ακριβά και τ’ αφανέρωτα
δεν θα ευδοκήσουμε το ελάχιστο να πάρει.
Ξάγρυπνες κάθε νύχτα. Ας φυλάξουμε·
στο πάναγνο, πανίερο νυχτέρι
όλες τις πράξεις τού Έρωτα ας πράξουμε
κι ας σκοτωθούμε με της σάρκας το μαχαίρι.
Ό,τι δεν είναι Έρωτας ο θάνατος
και είναι και το έχει και στη χλεύη
του σκουληκιού το παραδίδει· αθάνατος
ο Λόγος μου στο Σώμα που πιστεύει.
Να ‘ξερες, αχ, το πώς, το πόσο θέρομαι
και μόνο απ’ της δερμίδας σου την άψη.
Τους παγερούς και αδιάφορους εχθαίρομαι.
Μύριες φορές η όψη σου ας με κάψει.
Ήριννα, της αγάπης μου αλλώνυμη,
έλα σε μένα κι άσε πια την ηλακάτη·
μη φεύγεις πάντα, μη μ’ αφήνεις μόνη, μη,
χορδή της Λύρας μου και πρώτη και υπάτη.
Ανάξιά σου πάντα τ’ άλλα γνέματα·
σάρκινο πλέκουνε τα σώματα υφάδι·
λούσου μες στης αγάπης μου τα αίματα –
μια μουσική με το φιλί και με το χάδι.
Οι κνήμες, οι μηροί, τα μετατάρσια,
οι πλάτες, η γαστέρα, το κεφάλι,
όλα σου τα οριζόντια και τα εγκάρσια
πλασμένα για της Κύπριδος την πάλη.
Τα μέλη σου, τα στήθη σου τ’ ανάγλυφα
πόσες φορές δεν μ’ έχουν θανατώσει,
κάθε που τα φιλούσα και που τα ‘γλειφα
πίνοντας την πικρή τής σάρκας γνώση.
Γδύσου λοιπόν. Θανάσιμη γυμνότητα,
σε σένα όλες τις λέξεις θυσιάζω,
γλυκιά μου καμπυλόσχημη αγριότητα,
να τραγουδώ με κάνεις και να ουρλιάζω.
Το σώμα σου που ολόγυμνο μού δίνεται
πώς τη γδυτή ψυχή μου μεγαλώνει
και πώς η Γλώσσα απ’ τα φιλιά σου λύνεται
κι η Λέξη της τη σάρκα αποθεώνει.
Τα σώματα, τα σώματα, τα σώματα·
άκρατος οίνος για το υπέρτατο μεθύσι
της σάρκας οι χυμοί και τα αρώματα.
Η φλόγα που με ανάβει θα με σβήσει.
Τα δυο κορμιά που ως ένα περιπλέκονται,
δεμένα, τις ψυχές ελευθερώνουν·
στους λεύτερους τα πάντα επιτρέπονται,
οι ελεύθεροι τα πάντα δικαιώνουν.
Της πράξης την υπέροχη ωμότητα,
γυμνή κι εγώ, με άλλη ψυχή την ντύνω·
σε σμίγω με του ζώου την αγνότητα
ταιριάζοντας το Ρόδο με τον Κρίνο.
Τα σώματά μας δες πώς σοφιλιάζουνε
σοφά τα δυο μαζί περιπλεγμένα
κι άκου πώς ψιθυρίζουν και φωνάζουνε
και πώς γεννούν το ένα τ’ άλλο δίχως γέννα.
Να σε ξαπλώνω πίστομη και ανάσκελη,
στα τέσσερα ξανά, ξανά ριγμένη,
ανάστροφη και πλάγια και διάσκελη,
παντού με τρόπους χίλιους φιλημένη.
Η σάρκα είναι του Λόγου η αποθέωση,
τα χώματα του Θείου τ’ αντιστύλια·
η σύμμειξη και φόνος κι εξιλέωση·
τα πάνω πώς φιλούν τα κάτω χείλια…
Όταν δεν σ’ έχω πλάι μου και αγγίζομαι
εσένα πάλι επάνω μου αγγίζω,
σε σένα πάλι αργά-αργά βυθίζομαι
τα δάχτυλα βαθειά μου όταν βυθίζω.
Ξένη του κόσμου αγάπη κι ασυνήθιστη
στα σπλάχνα μου ριζώνει και με ορίζει·
στους κυκεώνες των καιρών αβύθιστη
ψυχή και πήρα το κορμί σου μετερίζι.
Εγώ που όλα τ’ απίστευτα τα πίστεψα
και που τ’ αβίωτα τού κόσμου τα έχω ζήσει
στον Έρωτα και μόνον μέσα αλήθεψα
και εφταπάρθενη σού δόθηκα ως Φύση.
Και τι να καταλάβει ο κόσμος, Ήριννα,
από το τρυφερό, σκληρό μας φύλο·
κόσμος ψυχρός – μα εντός μου λόγια πύρινα·
λένε της Λέσβος την αγάπη για την Τήλο.
Κι ωστόσο διωκόμαστε απ’ τον Όλεθρο·
κι αφού κάθε στιγμή παραμονεύει,
θα ορκίζομαι με πείσμα στο Ανώλεθρο
κι η Λέξη μου τους τάφους θα φονεύει.
Τα δυο περιπλεγμένα μας τα σώματα,
όσο κι αν φλέγονται και ό,τι κι αν τα φλέγει,
έχουν τ’ ομοιοτέλευτο στα χώματα.
Μα η Ποίησή μου στον Αιώνα θα σε λέγει.
© Θεοδόσης Βολκώφ