«Σ' αυτό το μέρος νοιώθεις ότι υπάρχει μία αόρατη δύναμη, που σε ωθεί να πεις την ιστορία», λέει ο σκηνοθέτης Θοδωρής Παπαδουλάκης, που μετέφερε στη μικρή οθόνη το μπεστ σέλερ για το δράμα της Σπιναλόγκας...
Κάπως έτσι... πρέπει να αισθάνθηκε και η Αγγλίδα συγγραφέας Βικτόρια Χίσλοπ, που αναβίωσε μέσα από το μυθιστόρημα της «Το νησί» μια στιγματισμένη εποχή, που κανείς δεν ήθελε να θυμάται.
Μετά το 1957, όταν έφυγε και ο τελευταίος ασθενής, ακολούθησαν χρόνια εγκατάλειψης και ερήμωσης στη Σπιναλόγκα, μήπως και σβηστούν από τη συλλογική μνήμη όσα συνέβησαν στις αρχές του 20ου αιώνα στο νησί «των ζωντανών νεκρών», τόπο εξορίας των Χανσενικών (λεπρών). Ακόμη και το όνομα της μικρής βραχονησίδας στη βορειοανατολική Κρήτη, απέναντι από την κοσμοπολίτικη Ελούντα έγινε ταμπού. Μέχρι που, καιρό μετά, το ανακάλυψαν ξανά οι τουρίστες…
Όμως, η Σπιναλόγκα δεν ξεκίνησε σαν τόπος εξορίας. Έχει ένδοξες σελίδες η ιστορία της. Οχυρωμένη από την αρχαιότητα, αξιοποιήθηκε από τους Ενετούς στους οποίους οφείλει και το όνομα της Spira Lunga, που σημαίνει «μακρύ αγκάθι». Έγιναν τότε αξιοσημείωτα έργα οχυρωματικά, αλλά και κτήρια με αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον, ενώ από αισθητικής πλευράς το τοπίο διατηρεί και σήμερα την ομορφιά του. Νέα οχυρωματικά έργα ξεκίνησαν εκ νέου στο νησί το 1574, όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν την Κύπρο και οι Ενετοί κατάλαβαν ότι έρχεται και η σειρά της Κρήτης. Μετά την κατάληψη της Κρήτης από τους Τούρκους (1649), η Σπιναλόγκα έμεινε στα χέρια των Ενετών άλλα 65 χρόνια, γεγονός που οφείλεται στην άρτια οχύρωση της. Όλο αυτό το διάστημα έβρισκαν εκεί καταφύγιο οι επαναστάτες Κρητικοί, γνωστοί ως «Χαΐνηδες», που επειδή δεν άντεξαν τις λεηλασίες και τους σκοτωμούς από τους Τούρκους κατακτητές, ανέβηκαν στο βουνό και άρχισε το αντάρτικο με τις συνεχείς επαναστάσεις έως το 1898 που έφυγε και ο τελευταίος Τούρκος από την Κρήτη. Κατά την περίοδο της ιταλογερμανικής κατοχής οι κατακτητές δεν πάτησαν το πόδι τους στο νησί, γι αυτό λειτούργησαν εκεί παράνομα ραδιόφωνα, ενώ ο γιατρός διευθυντής του νοσοκομείου Γραμματικάκης αντέγραφε τις ειδήσεις και τις μοίραζε σαν δελτία ειδήσεων.
O χαρακτήρας της Σπιναλόγκας άλλαξε δραματικά, όταν ο ύπατος αρμοστής της Κρητικής Πολιτείας, πρίγκηπας Γεώργιος, αποφάσισε στις 30 Μαϊου του 1903 την ίδρυση «λεπροκομείου» στο νησί αρχικά για τους λεπρούς της Κρήτης, καθώς η ασθένεια βρισκόταν σε έξαρση στη μεγαλόνησο. Οι πρώτοι 250 ασθενείς από την Κρήτη μεταφέρθηκαν εκεί στις 14 Δεκεμβρίου του 1904, ενώ μετά την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα (1913) άρχισαν να μεταφέρονται λεπροί από όλη τη χώρα. Συνήθως μεταφέρονταν οι πιο «άτακτοι» και «αντιδραστικοί» ασθενείς. Σταδιακά η Σπιναλόγκα λειτούργησε ως «διεθνές λεπροκομείο της Ευρώπης».
Έως τότε οι λεπροί ζούσαν απομονωμένοι σε οριοθετημένες συνοικίες και αναγκάζονταν να φέρουν «κουδουνάκια» για να απομακρύνονται έγκαιρα οι υγιείς. Η παραβίαση των ορίων από τον λεπρό μπορούσε να προκαλέσει τον λιθοβολισμό του. Κρατική μέριμνα δεν υπήρχε, οι ασθενείς ζούσαν από ελεημοσύνη και το στίγμα έφερε ολόκληρη η οικογένεια, η οποία οδηγείτο στο κοινωνικό περιθώριο.
Οι περισσότεροι ασθενείς μεταφέρονταν στη Σπιναλόγκα δια της βίας, συχνά με χειροπέδες, αφού γνώριζαν ότι εκεί θα περνούσαν κατά πάσα πιθανότητα το υπόλοιπο της ζωής τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην είσοδο του νοσοκομείου υπήρχε τοποθετημένη επιγραφή, που προειδοποιούσε τους νεοεισαχθέντες: «ο εισερχόμενος να αποθέσει κάθε ελπίδα». Η προσφώνηση, δε, που χρησιμοποιούσαν οι κάτοικοι του νησιού, όταν υποδέχονταν κάποιον καινούργιο, ήταν «καλώς τον», ποτέ «καλωσόρισες».
Παρότι υπήρχαν γιατρός και νοσηλευτικό προσωπικό οι συνθήκες διαβίωσης στο νησί ήταν άθλιες. Μια μεγάλη τρώγλη χωρίς οργάνωση. Όσοι είχαν δυνάμεις, ασχολούνταν με το ψάρεμα και την καλλιέργεια κηπευτικών. Πολλές φορές στην απελπισία τους δραπέτευαν αναζητώντας κάτι να φάνε στα κοντινά χωριά. Όταν γίνονταν αντιληπτοί κλείνονταν για σωφρονισμό σε φυλακή η οποία βρισκόταν σε βράχο και αργότερα καταργήθηκε ως απάνθρωπη. Πολλοί πέθαναν αβοήθητοι και μέσα σε φρικτούς πόνους, παραμορφωμένοι, τυφλοί, ή ακρωτηριασμένοι από την αρρώστια. «Πρόκειται για κόλαση που μόνον η φαντασία ενός Δάντη θα μπορούσε να περιγράψει», έγραφε στον Ελευθέριο Βενιζέλο στις 6 Αυγούστου 1925 ο νομάρχης Λασιθίου μετά την επίσκεψή του στη Σπιναλόγκα, προσθέτοντας ότι «ακόμη και ως τάφος είναι ανεπαρκής».
«Πολλοί έπεσαν στη θάλασσα για να γλυτώσουν από τη φρικτή φυλακή», σημείωνε στην αναφορά του ο διευθυντής του Ινστιτούτου Παστέρ στην Τύνιδα, Σαρλ Νικόλ, ο οποίος περιέγραφε με τα μελανότερα χρώματα τη ζωή στο νησί στα τέλη της δεκαετίας του 1930, ζητώντας από την ελληνική κυβέρνηση να κλείσει το λεπροκομείο.
Σημειώνεται ότι κάτοικοι του νησιού, που δεν ήταν ασθενείς, αλλά δεν ήθελαν να αποχωριστούν τα αγαπημένα τους πρόσωπα, τα ακολούθησαν στην εξορία. Ώσπου, το 1948 ανακαλύφθηκε το πρώτο φάρμακο κατά της ασθένειας του Χάνσεν και η Σπιναλόγκα άρχισε να αδειάζει. Οι τελευταίοι ασθενείς μεταφέρθηκαν σε νοσοκομείο λοιμωδών στην Αθήνα.
Επίλογος του νησιού ήταν η ερήμωση. Η Σπιναλόγκα έμεινε ξεχασμένη και αναξιοποίητη για χρόνια. Πολύ αργότερα με το ενδιαφέρον των τουριστών άρχισε η αναστήλωση και επισκευή των παλαιών κτισμάτων και των οχυρωματικών ενετικών τειχών.
Τους χειμώνες, για να επισκεφθεί κανείς τη Σπιναλόγκα θα πρέπει να βρει κάποιο βαρκάρη να τον περάσει απέναντι και μάλλον δεν θα συναντήσει κανέναν εκτός από τους ανθρώπους του αρχαιολογικού συνεργείου, που εργάζονται εκεί. Το καλοκαίρι, όμως, χιλιάδες τουρίστες με καραβάκια από τον Άγιο Νικόλαο, την Ελούντα και την Πλάκα σπεύδουν να ξεναγηθούν στο νησάκι με την πολυτάραχη ιστορία, γεμάτη σκληρές μάχες και ανθρώπινο πόνο.